Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2020

Οι ψαράδες της Κάρλας

Μέχρι το 1962 που αποξηράνθηκε η λίμνη, υπήρχε στην περιοχή του χωριού Καλαμάκι παραλίμνιος οικισμός που ξεπερνούσε τις 100 και πλέον καλύβες, κατοικούμενες αποκλειστικά από άντρες. Ο λόγος ήταν τα ρηχά νερά της λίμνης τα οποία ευνοούσαν την εύκολη κατασκευή καλύβων από καλάμια, τα οποία έβρισκαν στην επιφάνεια της λίμνης. 
Οι κάτοικοι της παραλίμνιας περιοχής κατοικούσαν στις καλύβες και ασχολούνταν με το ψάρεμα, από τον Δεκαπενταύγουστο έως την Κυριακή των Βαΐων, οπότε και επέστρεφαν στο χωριό τους. Το ενδιάμεσο διάστημα, γνωστό ως απεργία, ήταν η περίοδος αναπαραγωγής των ψαριών. Οι Καναλιώτες ψαράδες αποτελούσαν οργανωμένη κοινωνία, ψάρευαν με δίχτυα που τα έφτιαχναν γυναίκες ή με παγίδες από καλάμια και αυτός ο τρόπος ζωής περνούσε από πατέρα σε γιο. Στην Κάρλα μάλιστα, μέχρι την αποξήρανσή της, λειτουργούσαν 3 ιχθυόσκαλες, με τα ψάρια να πωλούνται σε όλη τη Θεσσαλία αλλά ακόμη και στη Φθιώτιδα, την Ήπειρο και τη Βουλγαρία.  
Οι βάρκες των ψαράδων ήταν ιδιαίτερες, χωρίς καρίνα, δηλαδή χωρίς το κάτω μέρος του σκελετού τους. Επίσης ιδιαίτερες ήταν και οι καλύβες τους, στο κέντρο των οποίων υπήρχε πετρόκτιστη εστία πάνω στην οποία υπήρχε ένα τσουκάλι για να μαγειρεύουν είτε ψάρια είτε πτηνά. 

Η λίμνη είχε επίσης και πολλά είδη ψαριών που ακόμη και σήμερα ακούγονται ως τα πιο εύγευστα ψάρια της Θεσσαλίας, τα περίφημα Καρλίσια.


Τα είδη των ψαριών που διαβιούσαν στην λίμνη, ήταν ο κυπρίνος ή σαζάνι, το τσιρώνι, ο κοκκινομάτης, το μπίζι ή πράσινη σαρδέλα, ο κέφαλος, η πεταλούδα, το συρτάρι, γοβιός, η ταινία ή φιδόψαρο και το χέλι. Επιπλέον υπήρχαν και πολλά θηλαστικά όπως η βίδρα, η αλεπού, ο λύκος και το τσακάλι.
Στεφανία Γκ.